- ἐμβρόχθιος
- ἐμβρόχθιος, ον, ([etym.] βρόχθος)A in the throat,
λίθος Tz.H.
No.413 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίθος Tz.H.
No.413 tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβρόχθιος — ἐμβρόχθιος, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται στον φάρυγγα … Dictionary of Greek